- γαλεόβδολον
- γᾰλεό-βδολον, τό,A = γαλήοψις, Dsc.4.94.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαλεόβδολον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλιο — (galium). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών. Φυτρώνει σε όλες τις ηπείρους εκτός της Αυστραλίας και ανήκει στην οικογένεια των ρουβιιδών. Έχει λεπτό και έρπον ρίζωμα, τετραγωνικό και τριχωτό βλαστό, και φύλλα λογχοειδή ή γραμμοειδή κατά σπονδύλους … Dictionary of Greek
γαλεόβδολο — το (Α γαλεόβδολον) ονομασία είδους τσουκνίδας, λάμιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + (θ.) βδολ (πρβλ. βδελυρός, βδέω)] … Dictionary of Greek
geli-, glī- — geli , glī English meaning: mouse Deutsche Übersetzung: “Maus under likewise” Material: O.Ind. girí ḥ, girikü f. “ mouse “ (Lex.); Gk. γαλέη (*gelei̯ ü, originally “ the murine “?) “weasel, marten”, from which borrowed Lat.… … Proto-Indo-European etymological dictionary